- ολώιος
- ὀλώϊος, -ον (Α)(σπάν. ποιητ. τ.) βλ. ολοός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολοός — (I) ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, ή, όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, ον (Α) 1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας» … Dictionary of Greek
ολοφώιος — ὀλοφώϊος, ον (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τής λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ.… … Dictionary of Greek